σκιόεις

σκιόεις
σκιόεις
shady
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκιόεις — και σκιάεις, εσσα, εν, και τ. ουδ. σκιόειν, Α 1. σκιερός 2. σκοτεινός («μνηστῆρες δ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα», Ομ. Οδ.) 3. αυτός που ρίχνει σκιά πάνω σε κάτι, που καλύπτει κάτι με σκιά («τὴν ἕτερος ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα σκιόεντα», Ομ. Οδ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • σκιόεν — σκιόεις shady masc voc sg σκιόεις shady neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιόεντα — σκιόεις shady neut nom/voc/acc pl σκιόεις shady masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιοέντων — σκιόεις shady masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιόεντας — σκιόεις shady masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιόεντι — σκιόεις shady masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιόεντος — σκιόεις shady masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιόεσσα — σκιόεις shady fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιόεσσαν — σκιόεις shady fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”